ἐναργής

ἐναργής
ἐναργ-ής, ές,
A visible, palpable, in bodily shape, esp. of the gods appearing in their own forms,

Χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς Il.20.131

;

οὐ γάρ πως πάντεσσι θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς Od.16.161

, cf. 3.420, 7.201; freq. of a dream or vision,

ἐναργὲς ὄνειρον ἐπέσσυτο 4.841

; [ὄναρ] A.Pers.179, etc.; ὄψιν ἐνυπνίου τῷ ἑωυτοῦ πάθει ἐναργεστάτην most clearly relating to . . , Hdt.5.55, cf. 7.47;

ἐνύπνια Hp. Prorrh.1.5

; ἐ. ταῦρος in visible form a bull, a very bull, S.Tr.11; ἐ. τινὰ στῆσαι to set him bodily before one, Id.OC910; ἐ. βλεφάρων ἵμερος desire beaming from the eyes, Id.Ant.795 (lyr.).
b prominent,

ἄρθρα Aret.SD1.8

.
2 manifest to the mind's eye, τάδ' ἀντίπρῳρα δή σοι βλέπειν πάρεστ' ἐ. S.Tr.224; λῃστὴς ἐ. the manifest robber, Id.OT535, cf.Ant.263;

τοῖς ὁρῶσιν ἐ. ἡ ὕβρις φαίνεται D.21.72

. Adv. -γῶς visibly, manifestly, A.Th.136, S.El.878;

ἐ. ἡ θεός σ' ἐπισκοπεῖ Ar. Eq.1173

.
3 of words, etc., clear, distinct,

ἐ. βάξις ἦλθεν A.Pr.663

; freq. in Prose, ἐ. τεκμήριον, σημεῖον, ἀπόδειξις, etc., Pl.Ion535c, Ti.72b ([comp] Comp.), D.18.300
, etc.;

-εστέρα γνῶσις Pl.Tht.206b

, cf.Epicur.Ep.3 p.60 U.; [suff] ἐναργ-εστάτη αῐσθησις Arist.Pr.886b35<*>

ἐ. τοῦ πράγματος ἐπίνοια Epicur.Fr.255

; καὶ τοῦτο ἐ. ὄτι . . (for δῆλον ὅτι) Pl.Tht.150d;

ἐναργὲς τοῦτο συμβαλεῖν Ar.V.50

. Adv. -γῶς, [dialect] Ion.

-γέως, λέγειν Hdt.8.77

; παραστῆσαι Acl.Tact.1.5: [comp] Comp.-έστερον, εἰπεῖν, διόψεται, Pl.Ti.49a, R.611c: [comp] Sup.

-έστατα, γνῶναι Id.Alc.1.132c

.
II brilliant, splendid,

βωμός Pi.O.7.42

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐναργής — visible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • εναργής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ορατός, ολοφάνερος, καταφανής. 2. μτφ., που διαγράφεται με σαφήνεια, σαφής, τελείως νοητός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναργῆ — ἐναργής visible neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐναργής visible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐναργής visible masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργέστερον — ἐναργής visible adverbial comp ἐναργής visible masc acc comp sg ἐναργής visible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστάτων — ἐναργής visible fem gen superl pl ἐναργής visible masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστέραις — ἐναργής visible fem dat comp pl ἐναργεστέρᾱͅς , ἐναργής visible fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστέρω — ἐναργής visible masc/neut nom/voc/acc comp dual ἐναργής visible masc/neut gen comp sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστέρων — ἐναργής visible fem gen comp pl ἐναργής visible masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστέρως — ἐναργής visible masc acc comp pl (doric) ἐναργής visible comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεῖ — ἐναργής visible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐναργής visible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”